- διδασκαλικός
- -ή, -ό (Α διδασκαλικός, -ή, -όν) και δασκαλικός, -ή, -ό και δασκάλικος, -η, -ο [διδάσκαλος]αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλοαρχ.-νεοελλ. φρ. «διδασκαλικός τόπος, διδασκαλικό(ν) χωρίο(ν)» — χωρίο με το οποίο ερμηνεύεται φανερά η σημασία λέξεως ή πράγματος (locus classicus)νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η διδασκαλική (ενν. τέχνη) και δασκαλικήτο διδασκαλικό επάγγελμααρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το διδασκαλικόνπληροφορία, αναφορά («οι ευλαβέστατοι μοναχοί... επέδωκαν διδασκαλικόν»)αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. η διδασκαλική (τέχνη)α) η ικανότητα ή ευχέρεια για διδασκαλίαβ) συμφωνητικό προσλήψεως μαθητευομένου2. το ουδ. ως ουσ. το διδασκαλικόντο κατάλληλο για διδασκαλία, το διαφωτιστικό.
Dictionary of Greek. 2013.